- ψώνια
- купување
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
οψωνιοδόκος — ὀψωνιοδόκος, ον (Α) (σχετικά με τον πελεκτό σάκο για τα ψώνια) αυτός που χρησιμοποιείται για να τοποθετούνται μέσα τα ψώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψώνιον + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
αυτοεξυπηρέτηση — η 1. μέθοδος κατά την οποία ο πελάτης εξυπηρετείται μόνος του σε ψώνια ή σερβίρισμα χωρίς να μεσολαβούν υπάλληλοι του καταστήματος 2. η ικανότητα του ατόμου να αυτοεξυπηρετείται στις άμεσες βιολογικές και βιοτικές του ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο* … Dictionary of Greek
αυτοεξυπηρετούμαι — 1. παίρνω ψώνια ή φαγητό χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων του καταστήματος 2. μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου (στο φαγητό, στην ατομική καθαριότητα κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αψώνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν ψωνίστηκε, που δεν αγοράστηκε 2. εκείνος που δεν ψώνισε, που δεν αγόρασε ψώνια 3. (για πόρνη) αυτή που δεν βρήκε πελάτη … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
οίσυλος — οἴσυλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προϊοῡλος, προύνικος», αυτός που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω + επίθημα υλος (πρβλ. φάγ υλος)] … Dictionary of Greek
οψοκομιστής — ο άτομο που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στα σπίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + κομίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek